γραπώνομαι

γραπώνομαι
γραπώνομαι, γραπώθηκα, γραπωμένος βλ. πίν. 4

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γαντζώνω — γάντζωσα, γαντζώθηκα, γαντζωμένος 1. πιάνω κάτι με γάντζο. 2. μτφ., αρπάζομαι, γραπώνομαι: Το παιδί τρομαγμένο γαντζώθηκε στη μάνα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”